ευμάλακτος

ευμάλακτος
-η, -ο (ΑΜ εὐμάλακτος, -ον)
αυτός που μαλάσσεται, που ζυμώνεται εύκολα, εύπλαστος, ευκολοζύμωτος, μαλακός, απαλός («τὰ εὐμάλακτα σχοινία», Λυκόφρ.)
(κατά το ΕΜ) (για τα σύμφωνα) υγρός.
επίρρ...
ευμαλάκτως (ΑΜ εὐμαλάκτως)
εύπλαστα, απαλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μαλακτός (< μαλάσσω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εὐμάλακτος — easily moulded masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμάλακτον — εὐμάλακτος easily moulded masc/fem acc sg εὐμάλακτος easily moulded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμαλάκτοις — εὐμάλακτος easily moulded masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμάλακτα — εὐμάλακτος easily moulded neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”