- ευμάλακτος
- -η, -ο (ΑΜ εὐμάλακτος, -ον)αυτός που μαλάσσεται, που ζυμώνεται εύκολα, εύπλαστος, ευκολοζύμωτος, μαλακός, απαλός («τὰ εὐμάλακτα σχοινία», Λυκόφρ.)(κατά το ΕΜ) (για τα σύμφωνα) υγρός.επίρρ...ευμαλάκτως (ΑΜ εὐμαλάκτως)εύπλαστα, απαλά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μαλακτός (< μαλάσσω)].
Dictionary of Greek. 2013.